- θωμίζω
- θωμίζω (also [suff] θῠωρ-ίσσω, Hsch.),A whip, scourge,
νῶτον μάστιγι θωμιχθείς Anacr.21.10
, cf. EM459.54:—also, bind, Hsch., Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νῶτον μάστιγι θωμιχθείς Anacr.21.10
, cf. EM459.54:—also, bind, Hsch., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θωμίζω — whip pres subj act 1st sg θωμίζω whip pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωμίζω — και θωμίσσω (Α) [θώμιγξ] 1. μαστίζω, δέρνω («νῶτον μάστιγι θωμιχθείς», Ανακρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «θωμίσσει νύσσει, δεσμεύει» … Dictionary of Greek
θωμίζει — θωμίζω whip pres ind mp 2nd sg θωμίζω whip pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωμιχθείς — θωμίζω whip aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θώμισσον — θωμίζω whip aor imperat act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθώμιξεν — θωμίζω whip aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)